συσσώζω

συσσώζω
Α
1. διασώζω από κοινού («συσσώσειν έμέ πάσαις τέχναις», Αριστοφ.)
2. διαφυλάσσω («κινδυνεύοντες ξυνεσώσαμεν ὑμᾱς», Θουκ.)
3. διατηρώ («εἰ... δασύτητας καὶ ψιλότητας δύναιτο συσσῴζειν», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”